ἔνδυμα

ἔνδυμα
ἔνδῡμα, ατος, τό, ([etym.] ἐνδύω)
A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering,

τῶν ἀστῶν Gal.19.367

, prob. in Hp.Cord.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔνδυμα — garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδυμα — το (AM ἔνδυμα) 1. φόρεμα για την κάλυψη τού σώματος «ἔνδυμα γάμου» 2. περίβλημα συσκευής μσν. νεοελλ. τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών νεοελλ. άδεια εισόδου …   Dictionary of Greek

  • ένδυμα — το, ατος 1. ό,τι χρησιμεύει για κάλυψη του σώματος, φόρεμα, ρούχο. 2. όλη η ενδυμασία: Επίσημο ένδυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… …   Dictionary of Greek

  • τοὔνδυμα — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδυμ' — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιλίκιο — Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδυμάτων — ἔνδυμα garment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδύμασι — ἔνδυμα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδύμασιν — ἔνδυμα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδύματα — ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”